προγεννητωρ

προγεννητωρ
    προγεννήτωρ
    προ-γεννήτωρ
    -ορος ὅ прародитель, предок Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προγεννητωρ" в других словарях:

  • προγεννήτωρ — και προγενέτωρ, ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α 1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης 2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ 3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες οι πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προγεννητόρων — προγεννήτωρ forefathers masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγεννήτορα — προγεννήτωρ forefathers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγενέτωρ — ορος, ὁ, Α βλ. προγεννήτωρ …   Dictionary of Greek

  • προγεννήτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. προγεννήτωρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»